- ανάγκη
- Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η επιθυμία απόκτησης αυτού του μέσου. Η α. επομένως αποτελεί το κίνητρο κάθε οικονομικής δραστηριότητας του ατόμου.
Αποκαλούνται πρώτες α. αυτές που η ικανοποίησή τους είναι απαραίτητη για να προστατευτεί ο ίδιος o οργανισμός του ανθρώπου από σοβαρή βλάβη (π.χ. η α. της τροφής, της ένδυσης κλπ.) και δευτερεύουσες α.όλες οι άλλες, τόσο οι υλικές όσο και οι πνευματικές (π.χ. η α. του διαβάσματος), συμπεριλαμβανομένης και της επιθυμίας ικανοποίησης σε υπερβολικό βαθμό και με εκλεπτυσμένο τρόπο των πρώτων α. Συλλογικές α. είναι αυτές που για την ικανοποίησή τους μεριμνά άμεσα το κράτος, επειδή πρόκειται για αδιαίρετες υπηρεσίες που το κράτος προσφέρει σε ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο, όπως η εθνική άμυνα, η απονομή της δικαιοσύνης κλπ. Θεμελιώδης ιδιότητα των α. είναι η μείωση της έντασής τους όσο προχωρεί η ικανοποίησή τους (αρχή της φθίνουσας έντασης των πολλών α.: ο άνθρωπος για παράδειγμα ικανοποιεί βαθμιαία την α. της τροφής τρώγοντας). Από αυτό προκύπτει ότι, όταν η πίεση μιας ορισμένης α. που εμφανίζεται στον άνθρωπο με μεγαλύτερη ένταση σε μια δεδομένη στιγμή, γίνει η ίδια με την πίεση που ασκεί κάποια άλλη α. (όταν π.χ., αφού φάει κάτι, η επιθυμία για φαγητό αποκτήσει την ίδια ένταση με την επιθυμία να πιει νερό), το άτομο περνά στην ικανοποίηση αυτής της α. (στο παράδειγμά μας, της α. να πιει)· αν, έπειτα η μειωμένη ένταση των δύο α. που ικανοποιήθηκαν μερικώς γίνει ίδια με την πίεση μιας άλλης α., το άτομο περνά στην ικανοποίηση αυτής της α. (στην περίπτωσή μας, π.χ., στην ικανοποίηση της α. του ύπνου) κ.ο.κ. Η διαδοχική ικανοποίηση μιας άλλης α. δεν σημαίνει ότι παύει η ικανοποίηση της πρώτης·σημαίνει απλώς κατανομή των διαθέσιμων μέσων με τρόπο που η ικανοποίηση των δύο α. να γίνεται παράλληλα.
Από την αρχή αυτή προκύπτει ότι με την αύξηση των μέσων που διαθέτει το άτομο για την ικανοποίηση των α. του, η κατανάλωση –που αρχικά είναι ομοιόμορφη, επειδή περιορίζεται στην ικανοποίηση των πρώτων α., αφού το εισόδημά του είναι μικρό– αποκτά συνεχώς μεγαλύτερη ποικιλία και γίνεται πολυπλοκότερη, ενώ ταυτόχρονα η παραγωγική δραστηριότητα που αποβλέπει στην ικανοποίηση των α. διαφοροποιείται και βελτιώνεται ποιοτικά.
Ο αριθμός των α. είναι απεριόριστος, γιατί ο άνθρωπος ανακαλύπτει συνεχώς καινούργιες σε σύγκριση με τις παλαιότερες γενιές. Αυτό που σήμερα είναι απαραίτητο μπορεί να ήταν άλλοτε πολυτέλεια και αυτό που σήμερα θεωρείται περιττό μπορεί να είναι απαραίτητο στο μέλλον. Οι α. ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, ανάλογα με το βιοτικό επίπεδο. Οι διευθυνόμενες οικονομίες επιβάλλουν ιεράρχηση των α. και ορίζουν ποιες έχουν προτεραιότητα ικανοποίησης.
Την έννοια της α. για πρώτη φορά ανέλυσαν μεθοδικά περίπου το 1870 τρεις συγγραφείς συγχρόνως: ο Γουίλιαμ Τζέβονς, ο Λεόν Βαλρά και o Καρλ Μένγκερ.
κατάσταση α.Γενικός λόγος αποκλεισμού του αθέμιτου χαρακτήρα της πράξης που προβλέπει το ποινικό δίκαιο. Αφορά μια υποκειμενικά επικίνδυνη και αθέλητη κατάσταση που οδηγεί το άτομο, για να σωθεί το ίδιο ή για να σώσει άλλους, σε διάπραξη παράβασης του ποινικού νόμου. Προϋποθέσεις της κατάστασης α. είναι επομένως οι ακόλουθες: η α. να σώσει το άτομο τον εαυτό του ή άλλους, ο άμεσος κίνδυνος μεγάλης βλάβης του ατόμου, ο κίνδυνος να μην είναι θελημένος, η παράβαση να είναι αναπόφευκτη και η αναλογία μεταξύ της πράξης που έγινε και του κινδύνου, με την έννοια ότι o κίνδυνος πρέπει να είναι μεγαλύτερος από τη βλάβη. Η κατάσταση α. διακρίνεται από τη νόμιμη άμυνα, επειδή στην πρώτη περίπτωση η συντήρηση του προσωπικού συμφέροντος πραγματοποιείται μέσα από την προσβολή του συμφέροντος ενός άλλου, ενώ στη δεύτερη πραγματοποιείται με την αντίδραση κατά της προσβολής που γίνεται από ένανάλλο.
* * *η (Α ἀνάγκη)1. αυτό που επιβάλλεται από τη φύση τών πραγμάτων, πίεση, εξαναγκασμός2. χρεία προσώπου ή πράγματος3. δύσκολη περίσταση, στενοχώρια4. φυσική παρόρμηση, επιθυμία5. έμφυτη τάση, φυσικές ορμές6. (απρόσωπη φράση) «είναι ανάγκη» (αρχ. «ἀνάγκη ἐστί») πρέπει να...7. (επιρρηματική φράση) «εξ ανάγκης», «κατ' ανάγκη(ν)», αναγκαστικάνεοελλ.1. οικονομική στενοχώρια, έλλειψη χρημάτων2. η διάθεση για αποπάτηση, η αποπάτηση3. φρ. «άνθρωπος τής ανάγκης», φτωχός«δημόσια ανάγκη», κοινό συμφέρον «είδη πρώτης ανάγκης», στοιχειώδη, απαραίτητα για την καθημερινή ζωή«έχω ανάγκη», χρειάζομαι«έχω την ανάγκη κάποιου», εξαρτώμαι από αυτόν, μού χρειάζεται η βοήθεια ή η προστασία του«ήταν ανάγκη;»α) λέγεται από αυτόν, προς τον οποίο προσφέρεται κάτι ή ως φιλοφρόνημα προς αυτόν που επιστρέφει κάτι δανεικόβ) για να δηλώσει δυσθυμία για κάποια κατάσταση«κάνω την ανάγκη φιλοτιμία», υποκρίνομαι ότι κάνω κάτι με τη θέλησή μου, ενώ στην πραγματικότητα εξαναγκάζομαι«κακή ανάγκη να τόν πιάσει» (αρρώστια)(μσν. «τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν, ὅ φασι, ποιησάμενος», Άννα Κομν. 1, 308, 15)«εν ανάγκη», αν παραστεί ανάγκημσν.στον πληθ. αἱ ἀνάγκαιδεινά, συμφορέςαρχ.1. (ειδ. για βασανιστήρια), βιαιότητα, βία, τιμωρία, μέσα εξαναγκασμού2. (για περιστάσεις) ένταση3. σωματικός πόνος, άλγος, κακοπάθεια4. δεσμός αίματος, συγγένεια5. στον πληθ. αἱ ἀνάγκαιοι νόμοι τής φύσης6. (στους ποιητές προσωπ.) ἡ Ἀνάγκη7. φρ. «ἀνάγκῃ δαιμόνων», «αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι», μοίρα, πεπρωμένο(ως επίρρ.) «ἀνάγκῃ», «ὑπ' ἀνάγκης», «ὑπ' ἀναγκαίης», «δι' ἀνάγκης», «σὺν ἀνάγκᾳ», «πρὸς ἀνάγκαν».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με κελτικές λέξεις πού σημαίνουν «ανάγκη, μοίρα», όπως αρχ. ιρλ. ēcen, γαλατ. angen. Κατά μία άποψη, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ *∂2en-k-, που βρίσκουμε στο χεττ. henk-an «μοιραίος θάνατος», και *∂2n-ek-, που μαρτυρείται στην αρχ. ινο. ρίζα nas-, λατ. nex, noxa κ.α. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το ἐνεγκεῖν. Υποστηρίχθηκε ακόμη ότι ο τ. ἀνάγκη προέρχεται από τα ἀν- στερ. + ἀγκών. Κατ' άλλη τέλος άποψη, πρόκειται για μεταρρηματικό τ. τού ρ. ἀναγκάζω, με κύρια σημασία «παίρνω στα χέρια». Μειονέκτημα όλων αυτών τών ερμηνειών» είναι ότι δεν λαμβάνουν υπ' όψιν την κύρια σημασία τής λ. και τών παραγώγων της, δηλ. «εξαναγκασμός, στενοχώρια» και «συγγένεια». Παρ' όλ' αυτά, περισσότερο πιθανή φαίνεται η τελευταία άποψη, κατά την οποία η λ. ἀνάγκη (< ἀν(α)- + ἀγκών, ίσως και ἀγκή «αγκάλη», στον Ησύχιο) εκφράζει την έννοια «παίρνω στα χέρια», απ* όπου «εναγκαλισμός, περίσφιξη, στενοχώρια».ΠΑΡ. αναγκάζω, αναγκαίοςνεοελλ.αναγκερός, αναγκεύω.ΣΥΝΘ. αναγκόσιτος, επάναγκες, κατανάγκηαρχ.ἀναγκόδακρυς, ἀναγκοφορῶ, ἐπάναγκος, πειθανάγκη].
Dictionary of Greek. 2013.